- τοκισμός
- ο помещение денег под проценты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τοκισμός — the practice of usury masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκισμός — ο, ΝΑ [τοκίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τοκίζω, η έντοκη επένδυση, ενός κεφαλαίου για κάποιο χρονικό διάστημα … Dictionary of Greek
τοκισμός — ο το να δανείζει κανείς με τόκο: Ζει απ τον τοκισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοκισμοῖς — τοκισμός the practice of usury masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκισμούς — τοκισμός the practice of usury masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Меновая торговля — • Μεταβλητική, вообще всякая обмена товаров, денег и работы, т. е. ε̉μπορία, τοκισμός, μισθαρνία … Реальный словарь классических древностей
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
εκτοκισμός — Λογιστική διεργασία, με την οποία προσδιορίζεται η πραγματική και πρωτογενής αξία ενός αξιόγραφου (π.χ. μιας συναλλαγματικής) μετά την αφαίρεση των τόκων. * * * ο βλ. τοκισμός … Dictionary of Greek